- στρατολόγηση
- η / στρατολόγησις, -ήσεως, ΝΜ [στρατολογῶ]συγκέντρωση στρατού, στρατολογίανεοελλ.μτφ. προσέλκυση συνεργατών ή οπαδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδομάζωμα — Στρατιωτικός θεσμός της Oθωμανικής αυτοκρατορίας ο οποίος απέβλεπε στην επάνδρωση του σώματος των Γενιτσάρων και των ανακτορικών υπηρεσιών. Η αρχή του ανάγεται στο πρώτο μισό του 15ου αι. Η συχνότητα της ιδιότυπης αυτής στρατολογίας κυμαινόταν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
ξενάγηση — η (Α ξενάγησις) [ξεναγώ] νεοελλ. η περιήγηση και η κατατόπιση ξένων επισκεπτών στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου αρχ. η στρατολόγηση ξένων μισθοφόρων … Dictionary of Greek
ξενηλόγιον — ξενηλόγιον, τὸ (Α) στρατολόγηση μισθοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + λόγιον*. Το η τού τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
στρατολόγημα — ήματος, τὸ, Μ [στρατολογῶ] 1. συγκέντρωση στρατού, στρατολόγηση 2. στρατιωτική δύναμη, στρατός 3. εκστρατεία … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Αϊάνο — (Αiano). Επώνυμο Ιταλών φιλελλήνων. 1. Αντρέα Μπρόλιο, κόμης ντ’ Α. (1788 – 1828). To 1808 πολέμησε υπέρ της ιταλικής ανεξαρτησίας εναντίον των Αυστριακών και το 1812 πήρε μέρος, ως αξιωματικός του ιππικού, στην εκστρατεία του Ναπολέοντα εναντίον … Dictionary of Greek